απεκγονος

απεκγονος
    ἀπέκγονος
    ἀπ-έκγονος
    ὅ праправнук Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "απεκγονος" в других словарях:

  • απέκγονος — ἀπέκγονος, ο, η (Α) 1. μακρινός απόγονος 2. τρισέγγονος …   Dictionary of Greek

  • ἀπεκγόνοις — ἀπέκγονος great great grandchild masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέκγονον — ἀπέκγονος great great grandchild masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»